- αὐτοκίνητος
- αὐτοκίνητοςself-movedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυτοκίνητος — η, ο (AM αὐτοκίνητος, ον) αυτός που κινείται αυτόματα, από μόνος του μσν. 1. (για περιουσία) ακίνητη 2. το ουδ. ως ουσ. ζώο … Dictionary of Greek
αυτοκίνητος — η, ο αυτός που έχει μέσα του την κινητήρια δύναμη: Οι περισσότερες βάρκες σήμερα είναι αυτοκίνητες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐτοκινήτως — αὐτοκίνητος self moved adverbial αὐτοκίνητος self moved masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκίνητον — αὐτοκίνητος self moved masc/fem acc sg αὐτοκίνητος self moved neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκινήτοις — αὐτοκίνητος self moved masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκινήτου — αὐτοκίνητος self moved masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκινήτους — αὐτοκίνητος self moved masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκινήτων — αὐτοκίνητος self moved masc/fem/neut gen pl αὐτοκινέω have the principle of motion in oneself pres imperat act 3rd pl (doric aeolic) αὐτοκινέω have the principle of motion in oneself pres imperat act 3rd dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκινήτῳ — αὐτοκίνητος self moved masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκίνητα — αὐτοκίνητος self moved neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)